
Γύρω στο 1977 ο θείος Φώτης από την Αθήνα μου φέρνει, μαθητής τότε της Πέμπτης Δημοτικού, στην ήσυχη ζωή της Ζακύνθου, κασέτες του Σαββόπουλου. Σαββοπουλικός ο Φώτης πολύ.
Το «Περιβόλι του τρελού» και «Το Φορτηγό» σε κασέτες, σε ένα οριζόντιο τότε κασετόφωνο χωρίς καπάκι, για να «παίρνει αέρα». Από τότε, μέχρι τώρα στα εξήντα μου σχεδόν, τον ακολουθώ και τον ακούω.
Μια φορά τον συνάντησα και του είπα ότι μεγάλωσα με τα τραγούδια του, πόσο κλασσικό, κι αυτός μου απάντησε:
«Απ’ ό,τι βλέπω, καλά σε μεγάλωσα.»
Τελευταία φορά τον είδα στο Μέγαρο το Δεκέμβριο του 23, καταπονημένο αρκετά, αλλά αποχαιρετιστήκαμε πολύ συγκινητικά, στην υπέροχη συναυλία με τις ευρηματικές ενορχηστρώσεις των Αντώνη Σουσάμογλου και Λάζαρου Τσαβδαρίδη.
Μια θεία μου ήξερε τη μητέρα της Άσπας και κάποτε μού είχε κάνει δώρο ένα αυτόγραφο του, πριν από 45 περίπου χρόνια. Ντράπηκα, ταιριάζει σε μας τους κουλτουριάρηδες αυτόγραφο; σκέφτηκα ο έφηβος τότε. Πρέπει τώρα να το βρω…
Ήταν ένας πνευματικός μου πατέρας και επηρέασε τη ζωή μου και την τέχνη μου.
Σ’ ευχαριστώ, Διονύσιε, γιατί μου μετέφρασες αυτόν τον περίπλοκο κόσμο με έναν τρόπο που μου ταίριαζε νομίζω.
Και στον Θεό με σύστησες — και σ’ ευχαριστώ και γι’ αυτό.
Καλή αντάμωση.