Skip to content →

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη

Ένα σημαντικό οφειλόμενο αφιέρωμα ετοιμάστηκε για τη φετινή τέταρτη συνεχή χρονιά της εξαιρετικής συνεργασίας μας με τον Δήμο Σκιάθου!

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ

ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ-OIKIA ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

& ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ-ΟΙΚΙΑ ΖΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΔΗΜΟΣ ΣΚΙΑΘΟΥ

Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού

Εγκαίνια: Σάββατο 13 Ιουλίου 2023 στις 19.30

Στο Μουσείο-Οικία Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Διάρκεια: Ιούλιος-Νοέμβριος 2024

Εικόνες και Ινδάλματα

Ένα οφειλόμενο αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη

«Ἔλαβον μέρος», σημειώνει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης «εἰς ὅλας τὰς ἑορτάς της καὶ πανηγύρεις». Στη Σκιάθο, τον γενέθλιο τόπο του, ήταν παρών σε λιτανείες και σε χορούς, όπως στον «ἀρχαιοπρεπῆ αὐτῆς χορόν, τὴν θέλγουσαν μὲ τὴν δυσπερίγραπτον πρωτοτυπίαν της Καμάραν». Εκεί περπάτησε και ανάσανε σε «ὅρμους καὶ λιμενίσκους», «εἰς κορυφὰς βουνῶν», «δρυμούς καὶ κοιλάδας», σε τόπους δασωμένους και ακροθαλασσιές όπου «κάθε κλαρὶ μυρτιᾶς ἤ πεύκης», του εκμυστηρευόταν «καὶ μίαν παλαιὰν ἱστορίαν, καὶ κάθε λιμενίσκος» «καὶ ἕνα παραμῦθι». Σε μέρη έρημα του προσφιλούς νησιού του, ξαπόστασε σε ταπεινά εξωκκλήσια που «ὡσὰν ἔμψυχα» τον «χαιρετούσαν» και του έλεγαν «Καλῶς μᾶς ἦλθες. Καλῶς μᾶς ἦλθες». Έγραψε ιστορίες για τον τόπο του μα και για τα σπαρμένα γύρω του ερημονήσια που το καθένα «ξεύρει νὰ διηγηθῇ καὶ μίαν ἱστορίαν, ἕνα ναυάγιον, ἕνα τρακάρισμα, μία πνοή «αὔρας λεπτῆς».

Την βαθιά του ωστόσο επιθυμία, οι αποτυπώσεις αυτές των λογισμών και της κατανυκτικής γραφής του να περάσουν τα σύνορα της Σκιάθου, να συλλάβουν και να μεταλαμπαδεύσουν το οικουμενικά μα και πνευματικά ωσεί αδούλωτο ελληνικό, την εκφράζει ο συγγραφέας με λέξεις σαφείς, εξηγώντας ότι θα ήθελε τα γραπτά του να έχουν χαρακτήρα «ὄχι ἑλληνικὸν ἁπλῶς ἀλλὰ ἐθνικὸν», Να τραπούν οι εξιστορήσεις του στου «Γένους εἰκόνες καὶ ἰνδάλματα», ώστε να αποτελούν στοιχεία συλλογικής μνήμης της εποχής «ὅτε ἡ πατρὶς ἡμῶν δὲν εἶχε ἄλλα στοιχεῖα πολιτισμοῦ πλὴν τῆς πίστεως καὶ τῶν ἐθίμων».

Η έκθεση «Εικόνες και Ινδάλματα», απηχώντας αυτήν την επιθυμία και ακολουθώντας τις προηγούμενες τιμητικές και εξαιρετικές συνεργασίες με τον Δήμο Σκιάθου, σχεδιάστηκε ως μια απόπειρα έμψυχης ιχνηλάτησης του βίου και του έργου του «άλλου» Αλέξανδρου. Του τριτοξάδελφου του Παπαδιαμάντη, του κορυφαίου -αν και λιγότερο γνωστού- Έλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Παρουσιάζεται το καλοκαίρι του 2024 στη Σκιάθο, στην εμβληματική Οικία-Μουσείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και στην παρακείμενη σημαντική νέα προσθήκη στον πολιτισμικό χάρτη του νησιού, την Οικία-Μουσείο του λογοτέχνη Ζήση Οικονόμου. Εκπληρώνοντας έναν οφειλόμενο φόρο τιμής για το σημαντικό αυτό πνευματικό τέκνο της Σκιάθου.

Στο πλαίσιο της εκθεσιακής δράσης, προσκλήθηκαν διακεκριμένοι Έλληνες εικαστικοί που μελετώντας παλαιές σκέψεις, γραφές και εικόνες, δημιούργησαν συγκινητικές νέες, προχωρώντας στη σύσταση ενός οργανικού διαλογικού πεδίου με ιστορικές, πνευματικές, τοπιογραφικές και συμβολικές πολυεπίπεδες εικαστικές αναφορές που συνδέονται με τη ζωή, τον ψυχισμό και την εργογραφία του λογοτέχνη. Τόσο με την προσφιλή πατρίδα του -το νησί της Σκιάθου-, το Άγιο Όρος όπου προσκύνησε και πίστεψε και την Αθήνα όπου έζησε και εργάστηκε όσο και με τη Μεγάλη Ελλάδα που συνταραγμένος επισκέφτηκε. Πολύτιμα ίχνη του λογισμού και του βίου του, συντάσσουν και αποτελούν το προσωπικό εκμυστηρευμένο σώμα των «Εικόνων και Ινδαλμάτων». Το αναπόσπαστο και αδιαίρετο φυσικό και μεταφυσικό σύμπαν του Μωραϊτίδη.

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος, εντρύφησε σε όλα τα συγγραφικά είδη της εποχής του, από την ποίηση και την εκκλησιαστική ποίηση ως το διήγημα, το μυθιστόρημα, την ταξιδιωτική περιγραφή και το θέατρο. Τα διηγήματά του, διαπνέονται από έντονη θρησκευτικότητα αλλά και αγάπη για κάθε τι μικρό και θαυμαστό του περιβάλλοντος φυσικού κόσμου. Με τη γυναίκα του Βασιλική Φουλάκη, συναντήθηκαν κατά τις ψυχικές τους αναζητήσεις και έζησαν «παρθενίαν φυλάσσοντες», ενώ αργότερα εκάρησαν μοναχοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του βίου των Οσίων Ανδρονίκου και Αθανασίας. Έχοντας γαλουχηθεί στη λατρευτική παράδοση της Σκιάθου, που είχε επηρεαστεί από τις πνευματικές καταβολές των κολλυβάδων, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, βαθιά θρησκευόμενός, υπήρξε επίσης λάτρης της παράδοσης, καταγράφοντας στα συγγράμματά του τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, αλλά επιπλέον τα έθιμα, τα ήθη αλλά και τις πνευματικές προσωπικότητες που συνάντησε στα ταξίδια του στα κέντρα της Ορθοδοξίας – την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τα περίχωρά τους, την Παλαιστίνη και το Άγιον Όρος.

Κατά τη διάρκεια προετοιμασίας της έκθεσης, κοινή διαπίστωση ήταν η έλλειψη

ενημερωμένης αρθογραφίας και πρόσφατων εκδόσεων του έργου του, έλλειψη που δεν συνάδει με το πολύπλευρο συγγραφικό και μεταφραστικό μέγεθος του Μωραϊτίδη, τιμημένου ήδη το 1914 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Το παρόν συμβολικό εικαστικό οφειλόμενο αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη –τον «άλλο» Αλέξανδρο, κατατίθεται με συγκίνηση από όλους εμάς, μα κυρίως, από τον Δήμο και τους ανθρώπους της Σκιάθου που είχαν τη σπουδαία πρωτοβουλία και αγκάλιασαν την απόπειρα. Είθε να αποδειχθεί μια μικρή αρχή, για να αναδυθούν και για να φωτιστούν και πάλι ολόλαμπρα το πνευματικό στίγμα που ο ίδιος άφησε στην εποχή του και το λογοτεχνικό έργο του.

Η έκθεση «Εικόνες και Ινδάλματα», ένα σπονδυλωτό ψυχογραφικό και τοπιογραφικό εικαστικό αφήγημα για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, πραγματοποιείται στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα σε διοργάνωση του Δήμου Σκιάθου και επιμέλεια της Ίριδος Κρητικού, με τη συμμετοχή πενήντα τεσσάρων διακεκριμένων εικαστικών από τη Σκιάθο και την υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ παρουσιάζεται στην Οικία-Μουσείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και στη Οικία Μουσείο Ζήση Οικονόμου. Αποτελεί την τέταρτη αφιερωματική στο νησί συνεργασία της επιμελήτριας με τον Δήμο Σκιάθου, διαδεχόμενη την έκθεση «Πρώτη Σημαία», που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2021 στη Μονή Ευαγγελισμού με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία, την «Άλλη Θάλασσα» που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2022 στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης Σκιάθου, με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το σπονδυλωτό εικαστικό αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη «Εγεννήθην εν Σκιάθω» που παρουσιάστηκε τον Ιούλιο-Νοέμβριο 2023 στην Οικία-Μουσείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και σε άλλα εμβληματικά τοπόσημα και μουσεία του νησιού.

Στην έκθεση συμμετέχουν:

Μαρίνα Βλαχάκη, Ειρήνη Βογιατζή, Νεκταρία Γιακμογλίδου, Φάνης Γουλής, Κατερίνα Γραφανάκη, Παναγιώτης Δαραμάρας, Ελισάβετ Δερβένη, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Κωστής Ζούχας, Βασιλική Ηλιακοπούλου, Αποστόλης Ιτσκούδης, Μαρία Καλαντζή, Δέσποινα Καλλιγά, Ελπινίκη Καμόσου, Δέσποινα Καλλιγά, Κατερίνα Κασσαβέτη, Γεωργία Κοκκίνη, Γιώργος Κόρδης, Μαρία Κοσμίδου, Παρασκευή Κουτούμπα, Κωνσταντίνος Κουτούμπας, Τάσος Λιακόπουλος, Βασίλης Λιαούρης, Αναστάσης Μαδαμόπουλος, Λυδία Μαργαρώνη, Σίσσυ Μαρίνου, Δέσποινα Μιτζέλου, Γιώτης Μπαλοδήμος, Μάνος Μπατζόλης, Μάνθος Μποζόρης, Μαίρη Νταγιαντά, Ισαβέλλα Ντάσση,

Χρίστος Παπαδάκης, Αρίσταρχος Παπαδανιήλ, Γιώργος Παπαδομανωλάκης,

Χριστίνα Παπαθέου, Δημήτρης Παπανικολάου, Χριστίνα Παρασκευοπούλου,

Μαρία Πάστρα, Μπάμπης Πυλαρινός, Αλεξάνδρα Ρηγανά-Καρυοφύλλη, Μιχάλης Σακαλής, Ιφιγένεια Σδούκου, Αφροδίτη Σεζένια, Ζωή Σεκλειζιώτη,

Αντωνία Σιμάτου, Βασίλης Σούλης, Αναστασία-Ζωή Σουλιώτου, Κατερίνα Σταθάτου, Μαρίνα Στελλάτου, Ιωάννα Τερλίδου, Νίκος Τριανταφύλλου, Αθηνά Χατζή.

Η έκθεση τελεί σε διοργάνωση του Δήμου Σκιάθου.

Με αφορμή την έκθεση εκδόθηκε και κυκλοφορεί ομότιτλο λεύκωμα σε σχεδιασμό του Νίκου Λεοντόπουλου και κείμενα των: Θοδωρή Τζούμα, Δημάρχου Σκιάθου, Νίκου Βατόπουλου, Δημοσιογράφου – Συγγραφέα, Κωνσταντίνου Κουτούμπα, Θεολόγου – Εικονογράφου – Καθηγητή Βυζαντινής Μουσικής και Ίριδος Κρητικού, Ιστορικού Τέχνης και επιμελήτριας της έκθεσης.

Στο πλαίσιο της έκθεσης προγραμματίζονται παράλληλες δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα.

Η Πορταΐτισσα

Πρώτην φοράν ύστερ’ από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν’ ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των. Και η βρατσέραις, και τα κότερα ‘ς την αράδα, ξεκουράζοντο, ελαφρά-ελαφρά, σαν αποκρεμμυδόφυλλο, αποσαλεύοντα, σαν να ήσαν λαχανιασμένα από τα γλήγορα ταξείδια των. Σ’ την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, ‘ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι’ αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της. Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, ‘σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας.

Αλτανού

Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου. Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν, όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια, μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί, εις του ηλίου το ακτινοβόλημα. Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ’ αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσής ‘ς το έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή:

— Χριστέ, βοήθει!

Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι’ αυτός:

— Χριστέ, βοήθει!

Κι αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς’ το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι’ αυτός:

— Βοήθα με, Χριστέ μου!

Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν’ ανάψωμε τα κανδηλάκια τ’ ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ’ εσταύρωνε τρεις φοραίς ‘ς το στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

— Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει!

Κ’ επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι’ ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον. Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.

Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον. Και όταν πλέον ήθελα να επιστρέψω εις την κωμόπολιν, με τάλλα τα παιδιά, κατεβαίναμεν ολίγον παρακάτω από τον Χριστόν, εκεί όπου ο βράχος κατέρχεται αποτόμως προς την θάλασσαν, και όπου σχηματίζεται χάσμα επικίνδυνον, πληρούμενον αιωνίως θαλασσοβοής και αφρού των κυμάτων, τα οποία μέσα εκεί ροχθούν και αλαλάζουν, ότε το χάσμα φοβερόν αντιλαλεί, μακράν, ως ν’ αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και κράζει και ζητεί βοήθειαν. Με τάλλα τα παιδιά, διαβαίνοντες τ’ απάτητα χαλάσματα των οικίσκων γεμάτα όφεις και σκορπίους, εφθάναμεν επάνω εις το όρυγμα, ν’ ακούσωμεν τον πένθιμον αντίλαλον, με φρίκην. Ν’ ακροασθώμεν τρέμοντες τον ύστατον της Ατανούς της χήρας βογγητόν, της χήρας όπου είχε τα πολλά παιδιά, διάλογον συνάπτοντες εν τρόμω προς τον γοερόν αντίλαλον:

— Αλτανοουουουουού! . . .

— Ουουουουουουου! . . .

— Έχεις παιδιιιιί! . . .

— Εεεεεέχωωωω! . . .

— Πώς το λέεεεεένεεεε; . . .

— Μανωωωωώληηηηη . . .

— Τ’ Άι-Μανώλη να μη βγήηηηη!