The works have been digitally painted, have dimensions of 60 × 60 cm., With the frame 80×80 cm. On fine art paper of archival type with a guarantee of at least 250 years (Photo Rag 308 by Hahnemuhle. Fine Art and Archival.)
Αλλού ταξιδεύω
Το πέρασμα του Τσαρούχη
Το αντίο
Η μελαγχολία του ελαιώνα
Τοπίο λαμπερό
Μακριά απ' την Αθήνα
Αεράκι
Θεσσαλονίκη
Επιμένει
Ραντεβού
Σχέσεις ανιδιοτελείς
Πρώτη αγκαλιά
Η καλοσύνη των ξένων
Άγιοι
Να το άσπρο άλογο!
Το σπιτάκι στον κάμπο
Monmartre
Τα νησιά
Ειν΄ ο πατέρας μου γιατρέ
Με τα μάτια ενός παιδιού
Τρυφερό
Μικρές Κυκλάδες
-
Αλλού ταξιδεύω
Όταν ανατέλλει το πρόσωπό σου στον ύπνο μου, η νύχτα παίρνει χρώματα. Επικρατεί το χρυσαφί. Συχνά μένουν όλα έτσι και μετά το ξημέρωμα.Στο δρόμο, στη δουλειά, παντού. Κανείς άλλος δεν σε βλέπει. Μόνο κάτι μου ψιθυρίζουν κάποιοι πως αλλού ταξιδεύω... -
Το πέρασμα του Τσαρούχη
"Για να φτάσεις ψηλά στην Τέχνη, πρέπει να δεις τα αόρατα. Εγώ έχω δει μέρος αυτών και για λίγο..." λέει ο Γιάννης Τσαρούχης. Μιλάει αργά, πότε απευθύνεται στον Δημήτρη Πικιώνη, πότε στον Φώτη Κόντογλου, η φωνή του Μάνου παρεμβάλλεται συχνά, άλλοτε πάλι κάτι ψιθυρίζει στο αυτί του ναύτη που μόλις ξεμπάρκαρε και πέρασε απ' την παλιά του γειτονιά. Ακούγεται απ' τα στενά της Πλάκας ένας βυζαντινός ύμνος... Ενώ μια παρέα μουσικών παίζουν σκοπούς μικρασιάτικους. Σαν από έναν άλλον κόσμο μακρινό ακούγονται... -
Το αντίο
Έτρεχε ο χρόνος κι ο άνεμος πάνω απ' τα κίτρινα τοπία και ανεπαισθήτως ευωδίαζε μωβ λεβάντα. Ήρθε να με βρει μα ήταν απόμακρη. Ακουμπήσαμε στις αρχαίες πέτρες που είχαν όλη τη ζεστασιά και τη λάμψη του μεσημεριού και μείναμε αντικρύ,αποφεύγοντας ο ένας το βλέμμα του άλλου. Αμηχανία πριν το αντίο που φαινόταν βέβαιο. Έλα μόνο για λίγο κοντά μου, της είπα, δώσε μου τα χέρια σου και άσε με να σου πω το τελευταίο ποίημα που έγραψα για σένα. "Αν με αφήσεις να σε αφήσω, θέλω να ξέρεις πως όταν μου εμπιστεύεσαι τα χέρια σου , νικώ, έστω για μερικά λεπτά το κράτος του θανάτου" -
Η μελαγχολία του ελαιώνα
Το Φθινόπωρο ο ελαιώνας είχε την ίδια μελαγχολία που έχει και σήμερα στη μνήμη μου. Σκληρή δουλειά το μάζεμα της ελιάς. Απ' το χάραμα μέχρι το σούρουπο. Η μόνη μου χαρά ήταν από όταν άρχισα να περπατάω, ήταν να κόβω τα μικρά λουλουδάκια που έβγαιναν γύρω απ τις ρίζες των δέντρων. Τα κυκλάμινα ακόμα με παραπέμπουν σ' εκείνες τις εικόνες της αθωότητας, που η μάνα με κυνηγούσε λέγοντας πως αν τα κόβω, θα ξινίσει το κρασί της χρονιάς. Λίγοι ελαιώνες απέμειναν, αφού όλα έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην τουριστική φρενίτιδα και στον αμείλικτο νόμο της οικοπεδοποίησης. Κι όμως, μ' αυτό το λάδι μεγαλώσαμε. -
Τοπίο λαμπερό
Στη γλύκα του αποκαλόκαιρου, πριν ο καθένας πάρει τον δρόμο του για τις πόλεις του χειμώνα, οργανώσαμε μια γιορτή, στο σπίτι το παλιό, στο βουνό. Κατέφτασαν όλοι οι φίλοι ,η Νίκη με την κιθάρα της, ο Βασίλης με το ούτι, η Κατερίνα με το βιολί, ο Κώστας, η Μαρία, η Νατάσα, ο Τάσος, σιγά σιγά γέμισε το βουνό μελωδίες και γέλια δυνατά... Ίχνη ευωδίας στον αέρα από θυμάρι και αλιφασκιά. Κοντά στο σούρουπο η Νατάσα μας διάβασε ποιήματα απ' τη νέα ποιητική της συλλογή. Για πότε απλώθηκε μια ευεργετική σιωπή, κανείς μας δεν κατάλαβε. Κρατούσαμε την ανάσα μας. Ώσπου ο Τάσος, πίνοντας όρθιος το τελευταίο ποτήρι, κοίταξε κάτω προς τη χαράδρα και είπε δυνατά τον στίχο του Σολωμού "γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα"... -
Μακριά απ' την Αθήνα
Η Αθήνα του λείπει πολύ. Δεν ήθελε να ξενιτευτεί, αλλά μετά την οικονομική κρίση δεν είχε άλλη επιλογή. Βρήκε δουλειά ως μουσικός στη Βοστώνη. Όταν ανοίγει το Τριώδιο, η νοσταλγία του δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά. Τότε, μέσα στο σκοτεινό του δωμάτιο, αφήνει το μυαλό του να ταξιδέψει πίσω. Μόλις σουρουπώνει, ξετυλίγεται κάτω απ' τα κλειστά του βλέφαρα ένα τοπίο που ευωδιάζει άρωμα βιολέτας. Αφήνει να μπει απ το ανοιχτό παράθυρο ο ήχος ο γλυκύς απ τα βυζαντινά εκκλησάκια της Πλάκας. Η Ακρόπολη κι ο Λυκαβητός λάμπουν στο μυαλό του όπως λάμπουν μέσα μας όλα όσα μας έχουν στερήσει ενώ δεν τα έχουμε χορτάσει ακόμα. -
Αεράκι
Δεν είναι λίγες οι φορές που νοιώθεις έναν κόμπο στο λαιμό,που όλα σου φαίνονται μαύρα. Που σε πνίγουν όλα. Η δουλειά σου, οι άνθρωποι, το σπίτι σου, ο εαυτός σου ο ίδιος. Και βυθίζεσαι. Και σου τελειώνει το οξυγόνο. Δεν σε νοιάζεται κανείς, όλοι σε έχουν εγκαταλείψει. Αλλά από μια χαραμάδα του μυαλού σου μπαίνει λίγο φως, χαράζει μια ελπίδα. Και, άντε, να φυσήξει έν' αεράκι, να σου πάρει τη θλίψη, να διαλύσει τα σκοτάδια σου. Να γίνει ένα θαύμα και να βρεθείς μακριά απ' όλα. Σ' ένα τοπίο ονειρικό, τυλιγμένο στην ευλογία της απλότητας. Όπου τα υλικά δεν θα αποτελούν προτεραιότητα. Όπου θ' ακούς μέρα και νύχτα τη θάλασσα. Ένα χέρι θα σου στεγνώσει τα δάκρυα. Και θα ' ναι πάντα παρών για σένα προσωπικά Εκείνος που φροντίζει τα αγριόκρινα και τα πετεινά του ουρανού. -
Θεσσαλονίκη
Ύμνοι βυζαντινοί και Σεφαραδίτικα άσματα φτάνουν μέχρι τον Θερμαϊκό όπου έστησα κουβέντα με έναν Άγγελο. Πορφυρά βουνά κι η Ροτόντα σημείον και μνημείον αντιλεγόμενον. Θέα απ'τα Κάστρα, διάλογοι μυστικοί του Μανώλη Αναγνωστάκη με τον Γιώργο Ιωάννου, τη Ζωή Καρέλλη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο... Πόλη σταυροδρόμι, πόλη των Χαλκαίων, των προσφύγων των δακρύων, των θρήνων του Γιεντί Κουλέ, πόλη των φοιτητικών μου χρόνων, ραντεβού στην Καμάρα, πόλη χώρα του αχωρήτου νόστου αγαπημένη. Μας περιμένουν ακόμα οι ηλιόλουστες Κυριακές στην παραλία του Λευκού πύργου. Άγγελε με την ευθύβολη ματιά, μην ξεμακραίνεις. Δίπλωσε τα φτερά σου και μείνε για πάντα στα όνειρά μου. -
Επιμένει
Κι ενώ όλοι στην οικογένεια έχουν πεθάνει, το σπίτι στο χωριό έχει πουληθεί, εκείνος επιμένει στον ύπνο του να παίρνει το αγαπημένο του άλογο και να το πηγαίνει για πότισμα στο κοντινό πηγάδι, εκεί που πριν σαράντα χρόνια συναντούσε την αγαπημένη του. -
Ραντεβού
Είχε περάσει ολόκληρο καλοκαίρι χωρίς να ιδωθούν. Κυνηγημένη αγάπη η παράνομη. Μα όταν γύρισε απ' το νησί του, της έδωσε ραντεβού το βράδυ την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος. Πήγαν κι οι δυο μια ώρα νωρίτερα, πριν βραδιάσει. Ασυγκράτητη και ανυπόμονη η μεγάλη αγάπη. -
Σχέσεις ανιδιοτελείς
Άνθιζαν κάπου κάπου μέσα της τοπία μυστικά, που δεν συνάντησε ποτέ. Σχέσεις ανιδιοτελείς, όπου κανείς δεν είναι κτητικός, κανείς δεν κρίνει, κανείς δεν απογοητεύει. Άξονες γαλήνης η φύση και οι φωνές των ανθρώπων που έχει αγαπήσει. Ένα παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο, ένα όνειρο μετέωρο ανάμεσα απ τη μνήμη και τη λήθη. Κι όπως ακούγεται η καμπάνα των Α' Χαιρετισμών, σκέφτεται πόσο ταιριαστοί είναι οι ύμνοι αυτής της περιόδου με την Άνοιξη. Κι ο έρωτας μια ευλογία που χαρίζεται απλόχερα σε όσους είναι ακόμα αλαφροΐσκιωτοι. -
Πρώτη αγκαλιά
Ακόμα πιο αθώοι κι απ' το βλέμμα του ελαφιού, ούτε που κατάλαβαν πώς βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ήταν και για τους δυο η πρώτη τους φορά. Τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας είχαν στρώσει στο χορτάρι κι απολάμβαναν το πικ νικ μέσα σε γέλια και τραγούδια. -
Η καλοσύνη των ξένων
"Αγαπήθηκα πολύ και ζεστά" μου είπε, όταν απόρησα που είναι μόνη, ωραία γυναίκα κι ερωτεύσιμη. "Με τον Άντριου ζήσαμε έναν μεγάλο έρωτα στη Νέα Υόρκη, όπου έμεινα δέκα χρόνια. Στην Ελλάδα ήρθα παρά τη θέλησή μου και παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που με τραυμάτισε σωματικά και ψυχικά, η οικογένειά μου δεν ήταν δίπλα μου. Πέρασα πολλά. Ευτυχώς έχω δύο υπέροχα παιδιά. Η καριέρα μου στην Αμερική διεκόπη. Σπούδασα αγγλική λογοτεχνία, ιστορία τέχνης και όπερα. Τώρα διδάσκω Αγγλικά στην εκπαίδευση. Πολλά χρόνια στην ελληνική επαρχία, πολλά τραύματα κι εκεί, ευτυχώς με κράτησε η αγάπη των παιδιών. Τώρα νιώθω κουρασμένη. Μόνο στον Θεό ελπίζω και στον ψυχίατρό μου. Ακούω μουσική, μελετάω πολύ λογοτεχνία και ζωγραφική. Πιστεύω καμιά φορά πολύ στο θαύμα της αγάπης, πόσο πιστεύω στην αγάπη! "Όση ώρα μιλούσε, κοιτούσε μακριά κατά τη θάλασσα. Είχε πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά και μακριά σκουλαρίκια. Συχνά έτρεμε η φωνή της κι έπνιγε έναν λυγμό. Έβλεπα μπροστά μου μια άλλη Μπλανς Ντυμπουά απ' το "Λεωφορείον ο Πόθος", γοητευτική και εύθραυστη, τραυματισμένη και περήφανη. Τη συνάντησα στα Κύθηρα. Κάθε καλοκαίρι περνάει λίγες μέρες στο ίδιο κατάλυμα που έμενε με τον Άντριου, όταν ζούσαν εκείνον τον μεγάλο έρωτα που τελείωσε άδοξα.Μοναχική, δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους. Αφορμή για να συναντηθούμε, ήταν η συγκίνηση που της προκάλεσε η επαφή με την ποίησή μου. "Τα βιβλία σου τα έχω στο προσκέφαλό μου" μου είπε, φυσώντας προς τα πάνω τον καπνό απ' το τσιγάρο της. Και συμπλήρωσε "ζωή να χεις γιασεμάκι μου, ν' αφήνεις τη μοσχοβολιά σου στους ανέμηδες , για κάτι κολασμένους της γης που μάταια αναζητούν έναν μικρό παράδεισο". -
Άγιοι
Οι γονείς όταν φεύγουν, για μας τα παιδιά τους, γίνονται αυτόματα άγιοι. Τους συγχωρούμε τυχόν λάθη και παραλείψεις. Όταν φεύγουν οι γονείς μας, περνάμε εμείς μπροστά, γιατί όσο είναι κοντά μας λειτουργούν σαν ασπίδα που μας προστατεύουν απ' τον θάνατο. Οι γονείς μας είναι πάντα νέοι, κοιμούνται και προσεύχονται για μας. -
Να το άσπρο άλογο!
Ανάσταση το χωριό έκανε στο εκκλησάκι του Άη Λια στην κορυφή του λόφου. Δίπλα απ' παλιό κοιμητήρι. Στο τέλος της λειτουργίας, όσοι έμεναν να κοινωνήσουν, πήγαιναν έπειτα με τις λαμπάδες τους ν' ανάψουν τα καντηλάκια των αγαπημένων τους νεκρών. Αυτό γινόταν στις τρεις τα χαράματα και τα παιδιά αντί να νυστάζουν, χαίρονταν, το έβλεπαν σαν παιχνίδι. Αν είχε πεθάνει κάποιος εκείνες τις μέρες, λέγανε οι γυναίκες πως ήταν ευλογημένος, μεταμορφωνόταν σε ένα άσπρο άλογο και το βράδυ της Ανάστασης σίμωνε στο λόφο. Και τα παιδιά όλα μαζί φώναζαν: Νάτος νάτος, να το άσπρο άλογο! -
Το σπιτάκι στον κάμπο
Το οικόπεδο έχει περάσει σε άλλον ιδιοκτήτη. Όλα ειν' αλλιώς. Το σπιτάκι στον κάμπο όπου έζησαν οι γονείς τα τελευταία τους χρόνια, ο μπαξές, τα μαρτίνια , όλα έχουν φύγει... Όταν περνώ πια απ' τον δρόμο, κοιτάζω αλλού. Κι έτσι διατηρώ μέσα μου την εικόνα μιας άλλης εποχής. Συμβαίνει πολλές φορές να κοιτάμε αλλού όταν μας πληγώνει η πραγματικότητα. Το κόκκινο άλογο του πατέρα σαν να μην έφυγε ποτέ. Μ' εκείνο, έπαιξε σαν κομπάρσος στον "Θίασο", του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μέσα στο παλιό ενετικό κάστρο όπου γίνονταν τα γυρίσματα. Μ' εκείνο το άλογο μέχρι την τελευταία του στιγμή, όπου έμενε ακίνητος σε μια πολυθρόνα, γύριζε πάνω στον Άη Γιώργη, στον Πύργο, για να δει τις ελιές, να κουβαλήσει τα δίχτυα, να φέρει τα κοφίνια απ' τ' αμπέλι, τα ψώνια απ' τη χώρα στο χωριό. Ακίνητος στην πολυθρόνα, χαμογελούσε έκλεινε τα μάτια και κάλπαζε μαζί του στα βουνά... -
Monmartre
Την αμοιβαιότητα του απόλυτου έρωτα τη γεύτηκε μόνο με τον Ρομπέρ, στο Παρίσι. Μετά η ζωή την τσάκισε και ναυαγισμένη πια ζει με τα όνειρά της. Τα βράδια επιστρέφει σ' εκείνο το μικρό διαμέρισμα στη Μονμάρτη, όπου μέσα στην έξαψη του έρωτα και την τρυφερότητα που γέμιζε το δωμάτιο, διάβαζαν τον Ξένο του Καμύ απ' το πρωτότυπο, έπιναν κόκκινο κρασί. Άλλες φορές πάλι εκείνη τον κοίμιζε με τα ποιήματα του Ζακ Πρεβέρ. Το αγαπημένο του ήταν το Paris at night Τρία σπίρτα ένα ένα άναψα μεσ' στη νύχτα Το πρώτο για να δω το πρόσωπό σου ολόκληρο Το δεύτερο για να κοιτάξω τα μάτια σου Το τελευταίο για να δω το στόμα σου Και το βαθύ σκοτάδι να μου θυμίζει όλα αυτά Καθώς σ' εσφιγγα στην αγκαλιά μου. -
Τα νησιά
Μπορεί να 'ναι η Σίκινος ή η Ανάφη, ίσως καμιά φορά κι η Ζάκυνθος. Τα νησιά σε βασανίζουν στον ύπνο σου και σου τάζουν καλοκαίρια που δεν έζησες ακόμα. Και τα κρινάκια της Παναγίας που φυτρώνουν στην αμμουδιά, ευωδιάζουν Δεκαπενταύγουστο μες στον χειμώνα. -
Ειν΄ ο πατέρας μου γιατρέ
Με αφορμή ένα πολύ συγκινητικό ποίημα της Νόνης Σταματέλου που αφορά ότι ζούμε τους τελευταίους μήνες και δημοσιεύτηκε στα «Λευκαδίτικα νέα» με τίτλο: Ειν΄ ο πατέρας μου γιατρέ. _____________________________ Γέμισαν και τα δυο νοσοκομεία στα Γιάννενα Τους τρόφιμους του οίκου ευγηρίας που βγήκαν όλοι θετικοί τους πήγανε χθες βράδυ στο Φιλιάτι Όπου φτωχός κι η μοίρα του, που λένε Γιατρέ, σας ικετεύω Είναι πατέρας μου Αφήστε λίγο να τον δω, να του μιλήσω Είναι αυστηρό το σχετικό πρωτόκολλο κυρία μου Πρέπει να μείνει μόνος του, λυπάμαι Αφήστε του ένα κινητό Μα δεν μπορεί γιατρέ, δεν βλέπει… Τότε θα ενημερώνεστε από μας για την εξέλιξη Είναι κι η ηλικία ξέρετε, πρέπει να είστε έτοιμη για όλα Λίγο γιατρέ από μακριά Να του φωνάξω, ίσα που να με δει απ΄ το τζάμι. Αφήστε με γιατρέ Εγώ είμαι, η κόρη σου μπαμπά Θα γίνεις γρήγορα καλά πατέρα μη φοβάσαι Ο κυρ Μιχάλης άκουγε Μα το οξυγόνο του λιγόστευε Κι ο πυρετός του δέκα μέρες ακατέβατος Έκλεισε τα θλιμμένα μάτια του Εκείνα, που παράβγαιναν με τα αετίσια κάποτε Και μόνος του, κατάμονος εκείνος, που το σπίτι του ήταν γεμάτο κόσμο, έπεσε σε όνειρο βαθύ Και την αυλή με τα μυριστικά και την κυρά και τα παιδιά του και τ΄ αγγόνια του, τον καφενέ, τα ζωντανά του Όλα στον ύπνο του τα κάλεσε Κι εκείνα ήρθαν όλα Να συντροφεύσουν το στερνό το πιο μακρύ ταξίδι. 80 x80 εκ. με την κορνίζα Ψηφιακό έργο σε 9 αριθμημένα αντίτυπα -
Με τα μάτια ενός παιδιού
Στην πολυκατοικία μας μένουν κυρίως άνθρωποι του μόχθου. Γνωριζόμαστε με όλους. Ανταλλάσσουμε επισκέψεις, ειδικά σε γιορτές. Στην ταράτσα εμείς τα παιδιά συναντιόμαστε μερικά απογεύματα, παίζουμε σκάκι και άλλα επιτραπέζια. Τα υπόλοιπα παιχνίδια όπως μπάλα και κυνηγητό στην αλάνα που είναι λίγο πιο πέρα. Μένουν και κάποιοι πρόσφυγες στην πολυκατοικία μας. Τους υποδεχτήκαμε με αγάπη. Είναι απ' τη Συρία. Ο πατέρας λέει ότι έχουν πολύ σπουδαίο πολιτισμό. Πριν λίγο καιρό που αρρώστησε η μητέρα μου, η Λάμα της έφερε ζεστή σούπα. Δεν με πειράζει καθόλου που μένω σε πολυκατοικία, γιατί δεν νοιώθω ποτέ μόνος. -
Τρυφερό
Τρέμω πώς θέλεις να σ'το πω μη σε τρομάξει η τρυφερότητα που φύλαξα για σένα Σώπασαν άξαφνα οι λέξεις, οι κάμποι, τα πουλιά μπροστά στο θαύμα! Μα εσύ τα χέρια μου εμπιστέψου και κρύψε μέσα τα δικά σου όπως σ'εκείνο τ' όνειρο κρυμμένοι μες στα στάχια που έκλαιγα από συγκίνηση μπροστά σου -
Μικρές Κυκλάδες
Ο Σεπτέμβρης στις Μικρές Κυκλάδες είναι ευλογία Θεού. Μπορείς να νοικιάσεις ένα βεσπάκι και να απομονωθείς σε μακρινές παραλίες. Το Γυαλισκάρι στη Σίκινο είναι ιδανικό καταφύγιο αρκεί να χεις μαζί σου φαγητό και νερό. Θάλασσα γυαλί, απόλυτη σιωπή και ξενοιασιά. Εχουν φύγει οι τουρίστες για την πατρίδα τους. Δυο αγροτόσπιτα μόνο διακρίνεις μακριά, με ασπρισμένα πεζουλάκια και λίγα κατοικίδια που τρέχουν να σε καλωσορίσουν. Η θάλασσα του Φθινοπώρου, η γλυκεία...