Ο Μπάμπης Πυλαρινός διαμόρφωσε το ζωγραφικό ιδίωμά του μέσα από τη μελέτη της βυζαντινής ζωγραφικής και μέσα από την εργασία του σε τοιχογραφίες σε Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ελλάδας. Όπως είναι φυσικό, η ενασχόλησή του αυτή τον επηρέασε βαθειά τόσο στον τρόπο επεξεργασίας των θεμάτων του όσο και στην τεχνική του. Το ιδιαίτερο ύφος του μοιάζει, λοιπόν, να ταλαντεύεται μεταξύ της ναΐφ τέχνης και της βυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης.
Δεν είναι, όμως, κάπως παράδοξο να ενασχολείται κανείς με τη δημιουργία αγιογραφιών, ενώ ταυτόχρονα να αυτοχαρακτηρίζεται ως σύγχρονος καλλιτέχνης; Όχι για τον Μπάμπη Πυλαρινό, ο οποίος πολύ σωστά διατείνεται ότι τίποτα δεν μπορεί ποτέ να είναι εντελώς καινούργιο.
Η ζωγραφική βυζαντινής επιρροής φαντάζει στα μάτια του σαν μια γλώσσα μέσω της οποίας μπορεί να εκφράσει σύγχρονες ανησυχίες. Από αυτήν άλλωστε προκύπτει και αυτός ο «συγκερασμός» της κλασσικής ζωγραφικής δημιουργίας και της «ναΐφ» δημιουργίας, όπου τα θέματα αντιμετωπίζονται μέσα από μια ιδιόμορφη φαντασία, ενώ στο περιεχόμενο της ζωγραφικής του αναμειγνύονται διάφορα στοιχεία όπως συμβολικές αναπαραστάσεις, γραφικά τοπία, στοιχεία της καθημερινότητάς μας, ουρανοξύστες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τηλέφωνα και οχήματα.
Στη βυζαντινή ζωγραφική, για τον καλλιτέχνη, υπάρχει ένα θεμελιώδες στοιχείο παιδικότητας, στη σχηματοποίηση των μορφών και των στοιχείων και στην ιδιαίτερη θέση που κατέχει το σχέδιο. Χωρίς αμφιβολία, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας πίνακας του Μπάμπη Πυλαρινού αποτελεί περισσότερο την αποκάλυψη ενός αισθήματος παρά την αναγνώριση μιας πραγματικότητας.
Επιπλέον, η πάντοτε μεστή από χρώμα παλέτα του Μπάμπη Πυλαρινού προσφέρει ένα ιδιαίτερα ζωντανό αποτέλεσμα, ενώ, όπως άλλωστε γίνεται και με τη βυζαντινή ζωγραφική, μέσα από σκούρες αποχρώσεις – χωρίς να χρησιμοποιείται ποτέ το μαύρο χρώμα – αναδύονται χρώματα πιο φωτεινά, όπως το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, αποχρώσεις της ώχρας και πινελιές κόκκινου χρώματος… Αυτή η χρωματική μελέτη αποτελεί γι αυτόν το πιο σημαντικό συστατικό της δουλειάς του καθώς, όπως άλλωστε λέει και ο ίδιος, ζει την κάθε του μέρα στο ατελιέ του, δίπλα στην Ακρόπολη, σαν ένα καθημερινό ταξίδι προς το φως.
Η αφηγηματική ζωγραφική του Μπάμπη Πυλαρινού απαγκιστρώνεται από την καθαρά θρησκευτική διάσταση της βυζαντινής ζωγραφικής και προσανατολίζεται αποφασιστικά σε έναν παιδικό κόσμο, στις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας στα νησιά του Ιονίου ή ακόμα, και στον κόσμο που αναβιώνει στο νεανικό πρόσωπο των παιδιών του. Πέραν όμως από το βιογραφικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις «ιστορίες» που μας περιγράφει, οι δημιουργίες του εκφράζουν επίσης κοινά στοιχεία κάθε παιδικής ηλικίας, τα ίδια όνειρα, την ίδια ανεπιτήδευτη ευτυχία, τις ίδιες ελπίδες.
Μέσα από τα έργα του σκοπεύει να δημιουργήσει έναν δεσμό, μια «κοινωνία» ανάμεσα σε αυτόν και στο θεατή του, την επίτευξη κοινών αισθημάτων για σημαντικά πράγματα στη ζωή. Έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ενωμένοι είμαστε πιο δυνατοί και ότι μέσα από αυτήν την ανθρώπινη και ανθρωπιστική συνένωση, μπορούμε ίσως τελικά να καταλάβουμε το νόημα και την ομορφιά του κόσμου.
Με θέματα που συναντάμε συχνά στις δημιουργίες του, όπως είναι η αγάπη, ο θάνατος, η φιλία, η επικοινωνία, η κοινωνία, η κοινότητα, το έργο του μετατρέπεται σε μια «εξύμνηση της ζωής» και της ιλαρής «αφέλειάς» της. Στο ενδιαφέρον του για την παιδική ηλικία δεν αντανακλάται τόσο η νοσταλγία του ήρεμου χωριού στο οποίο πέρασε τα νεανικά του χρόνια, το οποίο εξάλλου έχει πλέον μετατραπεί σε έναν τεχνητό παράδεισο για τους τουρίστες, αλλά μια απόδραση, ένας μηχανισμός άμυνας, η διάθεσή του για έναν αγώνα ενάντια σε μια συγκεκριμένη βία της σύγχρονης κοινωνίας και ενάντια στην απογοητευτική εικόνα ενός «χαμένου παραδείσου».
Γιατί σε αυτόν τον χειμαζόμενο κόσμο και τη σχεδόν χρεοκοπημένη χώρα στην οποία ζει, εξακολουθεί να πιστεύει και να εκφράζει μέσα από τα ναΐφ σχέδια της ζωγραφικής του, την αταλάντευτη πίστη του στη συλλογική και ατομική ευθύνη του καθενός μας: «Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον τρόπο ζωής του. Πιστεύω, επίσης, ακράδαντα ότι δεν θα πρέπει να θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Ο καλύτερος τρόπος, μάλιστα, να χάσουμε κάτι, είναι να το θεωρήσουμε σίγουρο.»
Έτσι η προσταγή για έναν παράδεισο εδώ και τώρα – ο τίτλος της έκθεσης «Παράδεισος Τώρα!» – θα πρέπει άραγε να στηριχθεί σε μια εξωτερική βούληση – όπου οι εξελίξεις θα μας έδειχναν άλλωστε τη ματαιότητα αυτής της ψευδαίσθησης – ή περισσότερο στην αναζήτηση της ευτυχίας, έτσι όπως πραγματώνεται και χτίζεται μέσα από τα μάτια και το νου μας και όχι μέσα από την πραγματικότητα την οποία πάντα θα εκκρεμεί να χτίσουμε και να κάνουμε καλύτερη; Σε αυτό το σημείο η τέχνη του Μπάμπη Πυλαρινού ταυτίζεται ταπεινά με τους Έλληνες διανοούμενους και γίνεται ένα είδος ηθικής τέχνης.
Marie Deparis-Yafil
Φεβρουάριος 2012