Skip to content →

«Η διαχείριση του Κόσμου μετά τη βία»

Κοινή ιδιότητα των έργων τέχνης οποιασδήποτε μορφής είναι η δημιουργία αισθήματος συγκίνησης, είναι η κίνηση του εσωτερικού κόσμου αυτού που απολαμβάνει το έργο προς το νόημα που του έδωσε ο δημιουργός του. Το έργο τέχνης παρασύρει σε ένα κοινό ταξίδι όχι στον ίδιο χρόνο, αλλά στον ίδιο νοητό χώρο και διάσταση και αποκτά μέσα από αυτόν τον επικοινωνιακό χαρακτήρα ένα βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα: το έργο τέχνης παράγεται με σκοπό την κοινοποίησή του και πραγματώνεται στην κοινωνία.

Από την παρατήρηση όλης της διαδρομής της ιστορίας της Τέχνης, πρέπει να δεχτούμε ότι οι καλλιτέχνες με την ευαισθησία τους βλέπουν πιο μακριά αποκρυσταλλώνοντας τα τεκταινόμενα του καιρού τους και προλογίζοντας ίσως το μέλλον. Κάποιες σπάνιες φορές μάλιστα, ξεφεύγουν τα προϊόντα του ταλέντου τους από τη χρονική στιγμή που βρίσκονται και γίνονται διαχρονικά, αρχετυπικά και αντικείμενα ενδιαφέροντος μεταγενέστερων κοινωνιών, ανθρώπων απομακρυσμένων από κάθε τι είχε σχέση με τον κόσμο που περιέβαλλε το έργο, τη στιγμή που αυτό δημιουργήθηκε.

Κοιτώντας όλη τη σειρά των ζωγραφικών έργων του Μπάμπη Πυλαρινού, έχει κανείς την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει κάτι διαφορετικό και απροσδιόριστο, που προξενεί ένα χαρούμενο ξάφνιασμα. Ύστερα και χωρίς να το θέλει, μπαίνει ανυποψίαστα στον κόπο του ταξιδιού.

Το ταξίδι δεν είναι εύκολο. Θέλει κόπο να αποβάλλει κανείς όλες τις εικόνες βίας και καταστροφής, όλες τις εικόνες κι όλη την προπαγάνδα της αποστροφής, γιατί κάθε ματιά, κάθε ακοή, κάθε νους, κάθε ανθρώπινη ψυχή της παγκόσμιας κοινό-τητας έχει βομβαρδιστεί τα τελευταία χρόνια, σε επίπεδο είτε πραγματικού γεγονότος, είτε σχόλιου στα πραγματικά γεγονότα, από εικόνες αποστροφής, από το θόρυβο της βίας και την ωμή αναπαράσταση αυτού που η ηθική ονομάζει κακό. Η τέχνη των τελευταίων δεκαετιών έχει διαπραγματευτεί τον κόσμο της καταστροφής, έχει αποδώσει με κάθε τρόπο τις εικόνες και το θόρυβό της, έχει κυρίως δοξάσει το αίσθημα της ωμής αλήθειας και της αποστροφής.

Αντιστοίχως, κι αυτό είναι το κακό, δεν υπάρχει αντιστάθμισμα, δεν υπάρχει ικανό αντίβαρο στη δοξασία της καταστροφής. Δεν είχαμε ακόμα την ευκαιρία να νιώσουμε την αύρα από το χαρούμενο πέταγμα μιας θαυμάσιας πεταλούδας σε ανυποψίαστα μακρινά δάση. Η ελάχιστη κίνηση θα άπλωνε την αύρα της ελπίδας.

Ωστόσο και μέχρι η πεταλούδα ν’ ανοίξει τα φτερά της, από άσχετες κι αναίτιες συνθήκες σπρωγμένος, μπορεί να τύχει να δει κανείς μια ζωγραφιά. Εκεί ίσως βρει ένα ψήγμα ελάχιστης ελπίδας, που καλά κρύβεται κάτω απ το θόρυβο του γύρω κόσμου. Είναι μια ζωγραφιά, είναι πολλές εικόνες, σαν κοινή και αδιαμφισβήτητη απάντηση σε ερωτήσεις όπως τι είναι ευτυχία, λύπη, χαρά, όλ’ αυτά τα στοιχειώδη κι αρχετυπικά που αραδιάζονται με μικρές διηγήσεις αφηγηματικές, μικρά επαναλαμβανόμενα σύμβολα που μεταφέρουν χωρίς ενδιάμεση παρεμβολή σε μια άλλη άποψη για τον κόσμο, σε ένα ταξίδι ατομικό για τον καθένα κι όμως ταυτόχρονα κοινό για όλους, όπου αντί για την ωμότητα των δεινών βλέπει κανείς την αγνότητα της ψυχής, το πρώτο της υλικό, το στοιχειώδες.

Η τέχνη αυτή σχηματοποιείται με μορφές ανεπιτήδευτες που ίσως παραβάλλονται με το ανεπεξέργαστο της παιδικής εκφραστικότητας, αλλά στέκεται ως προς το επίπεδο του νοήματός της, στην απέναντι όχθη του πρωτόλειου και του ασυνείδητου. Αυτός ο δισυπόστατος και αινιγματικός χαρακτήρας είναι ίσως και το πιο δυναμικό και ευρηματικό της στοιχείο. Αν υποθέσουμε ότι η ανεπεξέργαστη, ασυνείδητη, ή παιδική έκφραση, είναι ας πούμε στην ακραία περίπτωσή της ένα όνειρο που είδε τη νύχτα ένας ζωγράφος και το πρωί αποτύπωσε αυθόρμητα και χωρίς γιατί, ακριβώς όπως το είδε, τότε η ζωγραφική των έργων αυτών είναι η αποτύπωση των ονείρων που στοιχειοθέτησε και δημιούργησε συνειδητά και κατά τη διάρκεια της μέρας ο δημιουργός τους, σαν άμυνα σε έναν κόσμο μπερδεμένο και βίαιο που έχει ξεχαστεί μες στην καταστροφή και πρέπει να στραφεί σε πρότυπες εικόνες για να επιβιώσει. Είναι αποτέλεσμα τέτοιας εσωτερικής επεξεργασίας, προσπάθειας και αναζήτησης, που με αμεσότητα μεταφέρουν το θεατή στη μουσική τους, στην παιγνιώδη ιαματική διάθεση, την απάντηση για τη διαχείριση του ατομικού κόσμου, τη στροφή στις μικρές στιγμές, στις καλά φυλαγμένες εικόνες ασφάλειας και ευτυχίας.Σαν ανοιχτή πρόσκληση για τη διαχείριση του Κόσμου μετά τη βία και την καταστροφή.

Όπλα ευτυχίας είναι μια βάρκα που πλέει στο ολόλαμπρο κύμα, το ποδήλατο που τρέχει στον καμπύλο ατέρμονο δρόμο μπροστά από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, το φωτεινό μικρό σπιτάκι μες στο σκοτάδι, το κυπαρίσσι που γέρνει ακριβώς έως να μπορέσει ν’ αγγίξει την στέγη, η παραδοχή της λύπης ενός παντέρημου περιπατητή που κάθεται να ξαποστάσει και δεν έχει κουράγιο να συνεχίσει σε ένα κενό τοπίο, τα μικρά φωτάκια στο βραδινό ουρανό και τα αθώα ψάρια του σκοτεινού βυθού.

Ο τρόπος που περιγράφονται και αποτυπώνονται ολ’ αυτά απορρέει ευθέως από τη βυζαντινή ζωγραφική. Οι κανόνες απόδοσης είναι κοινοί και ξεκινούν από αυτήν την ύψιστη τέχνη: η διαχείριση της γραμμής και των σχημάτων, η τεχνική τους και η γεωμετρία τους, η ιδιότυπη προοπτική, οι άξονες και ο ρυθμός της σύνθεσης, η κλίμακα του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος θέματος μέσα σ αυτήν, η απόδοση του φωτός στα πράγματα ως αυτόφωτα όπως διαχρονικά συμβαίνει στην ελληνική τέχνη, η διαχείριση του χρώματος με την επαλληλία και παράθεση ψυχρών και θερμών περιοχών. Το βαθύτερο και σημαντικότερο κοινό στοιχείο είναι το άχρονο, το παντοτινό και πριν από την ανθρώπινη ύπαρξη, ό,τι παρασύρει στην κατάνυξη στη βυζαντινή ζωγραφική και σε συνέχεια, μετάφραση και εξέλιξη, σε αυτήν την κοσμική ζωγραφική το διαχρονικό, ό,τι παρασύρει σε ένα εσωτερικό ατομικό ταξίδι στην πρώτη ύλη της ψυχής, εκεί που κανείς καταφεύγει. Το καταφύγιο είναι ατομικό και κοινό σε όλους ταυτόχρονα, όπως μια μικρή ξεχασμένη βυζαντινή εκκλησία στη μέση του πουθενά που όλοι περνούν απ έξω και την κοιτούν κλειστή, μα ξέρουν ότι οι εικόνες της περιμένουν μέσα ήσυχες και αιώνιες.

Σε αυτό το καταφύγιο δεν εξηγείται η τέχνη με το λογικό, με αναλύσεις, κανόνες και κανονικότητες συγκίνησης κι επιρροής. Τα έργα έχουν ήδη διαφύγει προς τον εσωτερικό ατομικό κόσμο, τον τόπο προέλευσής τους, εμπαίζοντας τις ταπεινές κι ανεπαρκείς λέξεις που προσπάθησαν άτεχνα να τα εξηγήσουν.

glez

 

(σκέψεις που δημιουργήθηκαν μετά από συζητήσεις με τους αγαπημένους φίλους που συμμετείχαν στα μαθήματα βυζαντινής αγιογραφίας του ζωγράφου,

Σεπτέμβριος 2012 – Ιούλιος 2013)