Skip to content →

«Πεταλούδα στο μπαλκόνι» Αθήνα Μάιος 2019

Προετοιμάζοντας την έκθεση ζωγραφικής «Πεταλούδα στο μπαλκόνι» ανάρτησα σήμερα στους τοίχους του εργαστηρίου τα έργα της έκθεσης. Accrochage (ακροσάαζ) τη λένε οι Γάλλοι αυτή τη διαδικασία. Είναι μια ιδιαίτερη στιγμή για κάποιον που εργάζεται καιρό για την ολοκλήρωση ενός έργου και το βλέπει να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά τη μέρα του Accrochage. Επαναφέρει στη μνήμη όλα όσα συνέβησαν κατά το διάστημα της δημιουργίας των έργων στο καβαλέτο και στη ζωή μου, γιατί πώς να τα χωρίσεις αυτά. Τα έχει πει και ο Πικάσο πως η ζωγραφική είναι ένα ημερολόγιο. Τα βλέπεις αλλιώς τώρα τα έργα, συνήθως με περισσότερη επιείκεια από πριν, και η αρχική απογοήτευση, ότι δεν κατάφερα να πω αυτό που ήθελα ή δεν κατάφερα να πω κάτι με έναν ενδιαφέροντα τρόπο ή δεν κατάφερα να πω κάτι αξιόλογο, και χειρότερα ακόμα, γιατί μάλλον δεν έχω τίποτα να πω, που να αξίζει τον κόπο. Όσο περνούν τα χρόνια η ικανοποίηση τόσο πιο αγκαλιά κάθεται με το βάσανο. Δείτε τα έργα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια ενότητα ποτέ δεν υπήρξε κατά βάθος στις εκθέσεις μου. Κάποια έργα είναι από κάτι παλιό μέσα μου που σβήνει αλλά παλεύει κάτι ακόμα να πει, λίγο πριν κλείσει η πόρτα, κάποια άλλα έχουν κάτι φρέσκο που ίσως ακόμα δεν έχει αρθρώσει ένα καθαρό και ώριμο λόγο. Αυτό είναι και το πρόβλημα γενικώς με το νέο, είναι αδόμητο και δεν έχει αναλυθεί, μα όταν συμβούν αυτά, φυσικά δεν είναι πια νέο. Τελικά, αντί κάθε έκθεση να είναι μια νέα καθαρή πρόταση, είναι ένα νέο μεταίχμιο. Νομίζω πολλές φορές σ’ αυτό το διάστημα ότι είμαι σα τη στημένη λεμονόκουπα. Τι την κάνεις άραγε, παλεύεις μπας και πάρεις καμιά σταγόνα ακόμα ή την πετάς; Αντιδρώ ενστικτωδώς, κάνω ό,τι έκανε ο πατέρας μου. Παλεύεις με ό,τι έχεις. Όμως και λεμονόκουπα να είσαι έχει την αξία του να το αντιμετωπίσεις, γιατί τι άλλο έχεις να χαρίσεις από ένα σημείο και πέρα, παρά μόνο την ψυχραιμία σου να ζεις και να εκτιμάς τις σταγόνες. Χαρά βαθιά όσο ποτέ. Περισσεύει για όλους. «Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών.»