Skip to content →

Η αποσιωπημένη ανάγκη μιας ζωής

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άνθρωπος το Φθινόπωρο του 2023με την ευκαιρία της έκθεσης αφιερωμένη στον Αντρέι Ταρκόφσκι

Την Κυριακή είδα την ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι ο Καθρέφτης. Οποιαδήποτε κατασκευή του μυαλού μου ως προς την ενδεχόμενη πλοκή κατέρρεε, και με συνέπαιρνε η ποίηση των εικόνων.

Ο Ταρκόφσκι, για τη γενιά μου τουλάχιστον, ήταν ένας μύθος. Μερικές φορές ο μύθος είναι ένας τρόπος να αφήσεις κάποιον εκτός πεδίου μάχης. Όμως όταν ο διευθυντής του περιοδικού Άνθρωπος με ενημέρωσε ότι το περιοδικό προτίθεται να κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στο τεύχος του Φθινοπώρου στον Αντρέι Ταρκόφσκι σκεφτήκαμε ότι θα ήταν, ίσως, ωραίο να συνοδευόταν αυτό από μια έκθεση ζωγραφικής, τότε ο μύθος ζωντάνεψε. Όλα αρχίζουν εκ του μηδενός και προσπαθείς να διαβάσεις το έργο του ανεπηρέαστος, όσο είναι δυνατόν, από τον μύθο και τη φήμη. Σαν να βλέπεις τις ταινίες ενός αγνώστου.

Τότε πρότεινα σε αγαπημένους συναδέλφους, ζωγράφους, να κάνουμε μια αφιερωματική ομαδική έκθεση ζωγραφικής σχετικά με τον Ταρκόφσκι κι εκείνοι αποδέχτηκαν με πολλή θέρμη την πρότασή μου. Αυτό να πω την αλήθεια δεν το περίμενα, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν σαν να είχε ο καθένας έναν ανοιχτό λογαριασμό με τον σκηνοθέτη και είχε έρθει η ώρα να τον εξοφλήσει. Σαν να είχε φτάσει η στιγμή να γίνει κάτι που περίμεναν καιρό. Επικράτησε ενθουσιασμός. Ήταν απρόσμενη για μένα η αγάπη που εξέφρασαν για το έργο του.
Από τις 14 μέχρι τις 28 Νοεμβρίου στο εργαστήριό μου, στο atelier pilarinos, πλατεία Μητροπόλεως 11, πίσω από το ιερό της μητρόπολης Αθηνών,έγινε η έκθεση ζωγραφικής αφιερωμένη στον Αντρέι Ταρκόφσκι. Παίρνουν μέρος αλφαβητικά οι ζωγράφοι:

Μάξιμος Βασίλιεβιτς
Χαράλαμπος Επαμεινώνδα
Απόστολος Ιτσκούδης
Γιώργος Κόρδης
Νεκτάριος Μαμάης
Χριστίνα Παπαθέου – Δουληγέρη
Χρίστος Παπαδάκης

Μπάμπης Πυλαρινός
π. Σταμάτης Σκλήρης


Στην ταινία Καθρέφτης ένα ακίνητο φυσικό τοπίο, ένα πράσινο φύλλωμα σχεδόν σαν έργο ζωγραφικής, ξαφνικά αποκτά μια πολύ δυναμική κίνηση με έναν έντονο, ίσως και αφύσικο, αέρα. Σαν μεταφυσικών δυνάμεων αποτέλεσμα, σαν βιβλική ενέργεια και συνθήκη που προκαλεί κάποιο δέος, ίσως και φόβο. Συχνά ο ήρωας μονολογεί, όχι κάτι σύνηθες για τη σκηνή, αλλά κάτι που θα σκεφτείς μετά από χρόνια, αν δεις τον εαυτό σου ξανά εκεί.
Οι ήρωες συχνά κινούνται μέσα σε υγρά τοπία, ένας σκύλος σχεδόν ακίνητος παίζει τον ρόλο που συχνά αναζητεί και ο ζωγράφος, κάποια στοιχεία που δεν πρωταγωνιστούν στη σύνθεση αλλά συμβάλουν να σταθεί το όλον, να ισορροπήσουν αντικείμενα μέσα στο κάδρο και να βοηθήσουν αυτά τα στοιχεία στη δημιουργία της επιθυμητής ατμόσφαιρας. Νερό και φωτιά υπάρχουν συχνά στα κινηματογραφικά κάδρα του Ταρκόφσκι σαν τα αρχέγονα στοιχεία να κάνουν τον άνθρωπο να αισθάνεται αδύναμος, να στέκεται ενεός, ταπεινός, και να τον φέρνουν εις εαυτόν.

Οι ταινίες του Αντρέι Αρσενίου Ταρκόφσκι είναι γεμάτες τοπία ζωγραφικά. Σκηνοθετημένες συνθέσεις υποβλητικές που σε εισάγουν σε ένα ιδιαίτερο κλίμα. Τα τοπία αυτά δεν έχουν δράση, ίσως ελάχιστη, αλλά έχουν κάποια πολύ αργή κίνηση, όλη η ενέργειά τους είναι στατική. Η κίνησή τους είναι συχνά μοιραία, είναι η κίνηση του χρόνου που κυλά αθέατα, όπως πολύ αργά, δειλά, μπορεί να κυλάει στο τραπέζι ένα ποτήρι που έχει ανατραπεί. Η λέξη μοιραία υποδηλώνει ότι η κίνηση δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ανθρώπινης δράσης αλλά αποτέλεσμα του χρόνου που περνάει και φθείρει, της ζωής που αλλάζει χωρίς τη δική μας παρέμβαση, τουλάχιστον επιφανειακά. Υποδηλώνει αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας αθόρυβα, πολύ αργά, χωρίς να το ξέρουμε, και μια μέρα διαπιστώνουμε τις αλλαγές που ήταν «μοιραίο» να συμβούν.

Θυμάμαι στον «Καθρέφτη» τα παιδιά που κάθονται στο τραπέζι, και ξαφνικά καλούνται άμεσα σε δράση: να πάνε να δουν τη φωτιά που έχει πιάσει η αποθήκη. Μένει το κινηματογραφικό κάδρο στο τραπέζι, αφού έχουν φύγει τα παιδιά, παρότι τώρα η δράση είναι αλλού, αλλού είναι η φωτιά, αλλού φυσικά τρέχουν οι άνθρωποι. Το κινηματογραφικό κάδρο μένει στο άδειο τραπέζι με το πιάτο και τη λάμπα πετρελαίου που το γυαλί της δεν είναι στη θέση του, πάνω στη λάμπα όπως θα όφειλε, αλλά ακουμπισμένο πλαγιαστό πάνω στο τραπέζι. Αυτή η μερική αταξία φέρνει και τα επόμενα, τα ονομαζόμενα μοιραία. Η στατικότητα του τοπίου, σχεδόν τοπίο παγωμένο, τελικά ανατρέπεται με τη μοιραία κύλιση του λαμπόγυαλου. Ο κινηματογραφιστής κινεί το κάδρο εστιάζοντας πιο κοντά στην επιφάνεια του τραπεζιού, προτρέποντας το θεατή να εστιάσει σε ένα μη δημοφιλή μικρόκοσμο. Μέσα σε αυτή την ακινησία κυλάει το γυαλί της λάμπας στο τραπέζι και πέφτει κάτω. Συμβαίνει βέβαια το απροσδόκητο, το σουρεαλιστικό θα έλεγα, να μην σπάσει το γυαλί σε χίλια κομμάτια από την πτώση, απροσδόκητα δηλαδή δεν συμβαίνει το αναμενόμενο. Μας το χαρίζει ο σκηνοθέτης της ταινίας σαν δώρο, σαν την ελπίδα της αθανασίας, του πιο σουρεαλιστικού σεναρίου, παρόλο που έχουμε μπει στη τροχιά του μοιραίου. Η κινηματογράφηση αυτού του τόσο στατικού τοπίου θυμίζει τον χρόνο που φαινομενικά είναι ακίνητος, αλλά δεν είναι πάντα, στη ζωή υπάρχει μια ροή αόρατων γεγονότων που αργούν να γίνουν ορατά. Η φύση λειτουργεί έτσι, φθείρει και στο τέλος διαλύει τα ανθρώπινα έργα αν δεν επέμβει να το σταματήσει αυτό ο άνθρωπος. Από την άλλη, πιο βαθιά, η σκηνή αυτή ανασύρει στη μνήμη την ενέργεια που έχουν τα πράγματα μακριά από τα προφανή. Αυτή η αργή δράση, η δράση της ζωής, της φύσης, ίσως του μοιραίου, σου θυμίζει όλα τα ουσιώδη και πάντα ξεχασμένα. Καμιά φορά, όταν θυμάσαι γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα μετά από χρόνια, συνειδητοποιείς ότι την αόρατη δυναμική της ζωής, του χρόνου και της φθοράς την αγνοείς εν θερμώ, και τη διαπιστώνεις μόνο πολύ αργότερα. Σκέφτεσαι τότε ότι είχες αγνοήσει τα ουσιώδη, για χάρη της δράσης. Κατεβάζεις το κεφάλι και ταπεινώνεσαι. Η κίνηση γίνεται το παυσίπονο της ζωής, γίνεται και η διαφυγή για να μην αντικρίσεις αυτά που ενδεχομένως προκαλέσουν εσωτερική κίνηση, εσωτερική δράση, κάτι που όμως πιθανόν να οδηγήσει σε ψυχική οδύνη. Η εξωτερική δράση ακυρώνει την εσωτερική. Αν αντέξεις και μείνεις στη σκηνή, σου προκαλεί δάκρυα. Δάκρυα για τη μνήμη μια ζωής, για αυτό που λέει ο  Ευγένιος Αρανίτσης, «την αποσιωπημένη ανάγκη μιας ζωής με περισσότερο νόημα, σ᾿ ένα κόσμο αδηφάγο, παράλογο, ασυνάρτητο, κόσμο συντριπτικό στην βιασύνη του και υπερβολικά αβέβαιο». Ο Αντρέι μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί για λίγο στο σιωπηλό δωμάτιο του εαυτού μας, μέσα από τη σκηνοθετημένη ακινησία με τη βιβλική, θα μου επιτρέψετε να πω, κίνηση του λαμπόγυαλου. Στο σκοτεινό δωμάτιο με το λιγοστό φως, που μπαίνει από το μικρό παράθυρο με τα γερμένα παντζούρια, μας καλεί να κλείσουμε λίγο τα αυτιά και να ακούσουμε όσα δείχνει ο καθρέφτης.
«Σ᾿ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται τους άλλους. Πρέπει ν᾿ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και αν βρίσκεται.
Όταν στον δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Άς συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα». Αυτά είναι τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη, τελειώνοντας την ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στη Στοκχόλμη, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963.
Αυτή νομίζω είναι και η ευθύνη του κάθε καλλιτέχνη να σε οδηγεί με το έργο του στην επαφή με «την αποσιωπημένη ανάγκη μιας ζωής με περισσότερο νόημα» εκεί που αντικρίζεις «το μέγα τραύμα» («τό μέγα τραύμα, ο άνθρωπος», απόσπασμα από την ακολουθία του Αντίπασχα [Κυριακή του Θωμά]).


Καμιά φορά σε συναντά ένα κομμάτι του εαυτού και σε οδηγεί στο ημίφως. Το καλοκαίρι, φιλοξενούνος στο σπίτι φίλου στην ορεινή Αρκαδία, μπροστά σε μια θέα με καταπράσινα βουνά που κόβει την ανάσα, στο μεσημεριανό τραπέζι, ενώ η θερμοκρασία ανέβαινε, τρώγοντας μια σαλάτα, πήγα να πάρω μια ελιά. Αυτή γλίστρησε και εκσφενδονίστηκε στο τραπέζι, λάδωσε το λευκό σιδερωμένο τραπεζομάντιλο κι εγώ εκστόμισα μια αθώα βρισιά, ένα σχεδόν παιδικό ανάθεμα «άι στον άνεμο», που άκουγα να λέει σε αντίστοιχες περιπτώσεις ο πατέρας μου όταν ζούσε. Τι είπα; σκέφτηκα. Σχεδόν ποτέ δε την λέω αυτή τη φράση. Ήταν σαν να με επισκέφθηκε ο πατέρας μου. Τι να ήθελε; Αυτός, τι να θέλει; Δεν βρίσκεται πια στο κόσμο των αναγκών. Εγώ είμαι που ζω στον κόσμο της αγωνίας. Στον κόσμο της ζητούμενης ελευθερίας όπου ο νεκρός πατέρας, ως Πατέρας, με επισκέπτεται την ώρα της αγωνίας.
Η τέχνη είναι ένα παράθυρο στον παράδεισο, μισόκλειστο, με σπασμένο τζάμι, θολό από τη σκόνη, αλλά μια ευκαιρία. Ο σκηνοθέτης του έργου μπορεί να μην σου προσφέρει τον ευκολότερο δρόμο. Όμως μέσα από την παιδική του αθωότητα είναι σίγουρο ότι έχει όλα τα κλειδιά για να ξεκλειδώσει την πόρτα της συγκινήσεως και της ουσιαστικής συναντήσεως.

Μπάμπης Πυλαρινός

Published in Uncategorized

Comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *